συμπάω

συμπάω
(αόρ. εσύμπησα) μετ.
1) раздувать (огонь); 2) перен. помогать;

δε μού συμπάει το γιατρικό — лекарство мне не помогает


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συμπάω" в других словарях:

  • συμπάω — και συμπώ Ν 1. συνδαυλίζω τη φωτιά 2. μτφ. υποβοηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ άλλους < *συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)] …   Dictionary of Greek

  • συμπαίνω — Ν ανακινώ τα αναμμένα δαυλιά για να δυναμώσει η φωτιά, συνδαυλίζω, συμπάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μπαίνω] …   Dictionary of Greek

  • συμπώ — Ν βλ. συμπάω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»